- παραμ(ε)ίγνυμι
- και παραμ(ε)ιγνύω Α1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
συμπαραμίγνυμι — και συμπαραμείγνυμι και συμπαραμιγνύω και συμπαραμειγνύω Α αναμιγνύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, προσθέτω κάτι σε μίγμα»] … Dictionary of Greek